- ἀποχειρίζω
- ἀπο-χειρίζω,A cut off the hand, only in [voice] Pass.,
ἀπεχειρίσθη τὴν δεξιάν Anon.
ap. Suid., cf. Eust.1960.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπεχειρίσθη τὴν δεξιάν Anon.
ap. Suid., cf. Eust.1960.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποχερίζω — (Μ ἀποχειρίζω) νεοελλ. τελειώνω μια εργασία, δίνω το τελευταίο χέρι μσν. αποκόπτω χέρι, ακρωτηριάζω … Dictionary of Greek